ζοφερός

ζοφερός
ζοφ-ερός, ά, όν, ([etym.] ζόφος)
A dusky, gloomy,

Χάος Hes.Th.814

;

οἴκημα Hp.

Acut.(Sp.) 18, cf. Hierocl.p.33A.; opp. λαμπρός, of the air, misty, Chrysipp.Stoic. 2.140, cf. Luc.Nigr.4;

τὴν θάλασσαν ζοφερὰν διαφαίνεσθαι Arist.Mir. 843a25

;

τὸ ζοφερόν Hp.Virg.1

, Arist.de An.426b2.
2 metaph.,

ζ. φροντίδες AP5.296.8

(Agath.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζοφερός — dusky masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφερός — ή, ό (Α ζοφερός, ά, όν) [ζόφος] 1. γεμάτος ζόφο, σκοτεινός, κατασκότεινος, ζοφώδης («Τιτῆνες ναίουσι πέρην Χάεος ζοφεροῑο», Ησίοδ.) 2. αυτός που εμπνέει φόβο, απελπισία, απαισιοδοξία («η κατάσταση είναι ζοφερή») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ζοφερόν …   Dictionary of Greek

  • ζοφερός — ή, ό επίρρ. ά 1. πολύ σκοτεινός: Ζοφερή νύχτα. – Ζοφερή σκλαβιά. 2. μτφ., απαισιόδοξος, αυτός που εμπνέει μελαγχολία: Το μέλλον προβλέπεται ζοφερό. – Ζοφερές σκέψεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζοφερά — ζοφερός dusky neut nom/voc/acc pl ζοφερά̱ , ζοφερός dusky fem nom/voc/acc dual ζοφερά̱ , ζοφερός dusky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφερώτερον — ζοφερός dusky adverbial comp ζοφερός dusky masc acc comp sg ζοφερός dusky neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφερῶν — ζοφερός dusky fem gen pl ζοφερός dusky masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφερόν — ζοφερός dusky masc acc sg ζοφερός dusky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφεραῖς — ζοφερός dusky fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφεραί — ζοφερός dusky fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφεροῖο — ζοφερός dusky masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζοφεροῖς — ζοφερός dusky masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”